μεταλλίτης

μεταλλίτης
ο, θηλ. μεταλλίτις και μεταλλίτιδα (Α μεταλλίτης, θηλ. μεταλλῑτις, -ίτιδος)
αυτός που εμπεριέχει μεταλλεύματα
νεοελλ.
φρ. «μεταλλίτις γη» ή «μεταλλίτιδες άμμοι»
(πετρογρ.) είδος άμμων οι οποίες εκτός τών κόκκων χαλαζία περιέχουν ψήγματα πολύτιμων μετάλλων, καθώς και θραύσματα πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + κατάλ. -ίτης και -ῖτις (πρβλ. αιματ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”